- εὐκήπευτος
- εὐκήπευτος, ον,A easy to cultivate, Thphr.HP7.7.2 (cod. Urb.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκήπευτος — εὐκήπευτος, ον (ΑΜ) αυτός που καλλιεργείται καλά («ὁ φυτουργὸς τῶν εὐκηπεύτων δένδρων», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κηπευτός (< κηπεύω)] … Dictionary of Greek
εὐκήπευτον — εὐκήπευτος easy to cultivate masc/fem acc sg εὐκήπευτος easy to cultivate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκηπεύτων — εὐκήπευτος easy to cultivate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)